πυκνορράξ

πυκνορράξ
πυκνο-ρράξ, ᾶγος, ([etym.] ῥάξ)
A thick with berries, AP6.22 (Zon., ap.Suid., but πυκνόρρωγα or πυκνορρῶγα codd. as in Str.15.2.14).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυκνορράξ — ᾱγος, και πυκνόρραξ, αγος, και πυκνορρώξ, ῶγος, ὁ, Α αυτός που έχει πυκνές ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ῥάξ / ῥώξ «ρώγα»] …   Dictionary of Greek

  • πυκνορρᾶγα — πυκνορράξ thick with berries masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνορρώξ — ῶγος, ὁ, Α βλ. πυκνορράξ …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”